1 Δεκ 2015

Αποχαιρετισμός στον Μηνά Χατζησάββα, έναν πρίγκιπα του θεάτρου


Ο Μηνάς Χατζησάββας  έζησε όλη του τη ζωή όπως ήθελε, μέσα στο θέατρο. Όμως δε θεωρούσε τον εαυτό του τυχερό γιαυτό, αλλά για το ότι μπόρεσε και ερωτεύτηκε. Το λέει πολύ ωραία σε μια συνέντευξή του στην Ελένη Σκάρπου: «Το πιο όμορφο πράγμα που μου χάρισαν ποτέ και το καλύτερο που μπορεί να μας τύχει...
 
 είναι που μπόρεσα και ερωτεύτηκα».


 
Νομίζω τον Μηνά Χατζησάββα  τον ερωτεύτηκαν χιλιάδες άνθρωποι με τη σειρά τους όταν τον πρωτόδαν στη σκηνή. Από εκείνες τις δεκαετίες του 70 και του 80, από το Ανοιχτό Θέατρο, την Ελεύθερη σκηνή, το Εθνικό, το Αμόρε, την τηλεόραση, τις ταινίες. Τον κοίταζες. Τον ακολουθούσες με το βλέμμα. Ήταν κάτι μαγνητικό, χαμηλόφωνο, βαθύ. Ήρεμο και ανήσυχο. Ήταν ο χαρακτήρας αυτός, ο ανοιχτός, ο ελεύθερος, ο φλεγόμενος που σφράγισε δεκάδες ερμηνείες. Ο Μηνάς είχε ελεύθερη σκέψη πάνω απ΄όλα. Το θέατρο ήταν ένα φυσικό του σπίτι. Με αυτό μεγάλωσε, ακούγοντάς το στο ραδιόφωνο Τετάρτες και Κυριακές. Και ερχόμενος από αυτή την παράδοση των ανθρώπων, που είχαν βαθιές ρίζες και σεβασμό σε αυτή την μοναδική τέχνη, έβλεπε πάντα το καινούργιο με ενδιαφέρον, το επιζητούσε και το τόλμησε. 

Ο Μηνάς έζησε την αλήθεια του στο θέατρο μέσα από αυτά που ονειρεύτηκε, μέσα από αυτά που μας χάρισε και μέσα από έναν Οιδίποδα και ένα Ληρ που δεν πρόλαβε να κάνει.


«Είμαστε μεγάλοι άνθρωποι και όλα τρέχουν ξέφρενα» μου είπε πριν λίγες εβδομάδες στην είσοδο της πολυκατοικίας. « Υπάρχουν φορές που λέω εδώ ο κόσμος χάνεται κι εγώ κάνω πρόβες». Όμως ο μεγαλύτερος θάνατος για τον Μηνά θα ήταν η αδράνεια. Την έβλεπε σαν υποταγή στη χυδαιότητα και τη μιζέρια.



Σκέφτεστε τον θάνατο κύριε Χατζησάββα; τον είχε ρωτήσει η Ιλιάνα Δημάδη σε μια συνέντευξη το καλοκαίρι, με αφορμή την παράσταση στο φεστιβάλ Αθηνών «Οι Τυφλοί ή ο ήχος των μικρών πραγμάτων σε μεγάλο σκοτεινό τοπίο».

«Είμαστε σε μόνιμη διαπραγμάτευση μαζί του, έτσι δεν είναι; Εγώ, πάντως, πιστεύει πως δεν υπάρχει τίποτα μετά τη ζωή. Τίποτα απολύτως! Η ζωή μας είναι ό,τι είμαστε, τελεία και παύλα. Γι’ αυτό θέλω να δουλεύω, να δουλεύω, να δουλεύω. Αν δεν είχα τη δουλειά μου να με κρατάει, δεν ξέρω τι θα έκανα… Όσο έχω ακόμη δυνάμεις, ας παιδεύομαι. Περνάει καλύτερα έτσι η ζωή, δεν συμφωνείτε»;




Πενήντα χρόνια ήταν στο θέατρο ο Μηνάς. Από το 1965. Έκανε ένα χρόνο στη Γαλλία, στη σχολή του Ρενέ Σιμόν και όταν επέστρεψε μπήκε στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Σε μια σπουδαία τάξη με τον Σκυλοδήμο, τον Αρζόγλου, την Βαγενά, την Σμυρναίου. Αλλά το σύστημα μαθητή-  δάσκαλου, την σοβαροφάνεια δεν την αποδέχτηκε ποτέ. Οι νεώτεροι συνάδελφοι τον λάτρευαν. Για τη γενναιοδωρία του, για το καθαρό βλέμμα, για την ειλικρίνεια. «Ο Μηνάς έριχνε «φάπες» όταν κάτι του άρεσε» λένε οι μικρότεροι. Οι «μικρότεροι» τον αγαπούσαν και για έναν άλλο λόγο. Για την τρυφερή και γεμάτη ενδιαφέρον ματιά, που δεν είχε τίποτα διδακτικό. Ανάμεσά τους έμοιαζε ο πιο νέος και ο πιο τολμηρός γιατί μπόρεσε να είναι ανοιχτός και πλατύς στις επιλογές του. Γιατί μπόρεσε να εκφράσει πράγματα που με καμία άλλη δουλειά δε θα μπορούσε να εκφράσει, με καμία γλώσσα δε θα μπορούσε να διατυπώσει



Στο θέατρο έλεγε συχνά ότι τον ακολουθούσε μια μεγάλη ανατριχίλα. Σε κάθε πρεμιέρα. Όταν έπαιξε στις Βάκχες του Ματίας Λάνχοφ  με το Κρατικό Θέατρο στην Επίδαυρο έλεγε ότι αισθανόταν πως συνέβη κάτι συγκλονιστικό. Το ίδιο συνέβη και σε εμάς που τον βλέπαμε. Ο Μηνάς δεν βολευόταν. Οι συνεργασίες με τους ξένους σκηνοθέτες ήταν από τις καλύτερες της καριέρας του. Κι σκεφτόταν πάντα την επόμενη, την μελλοντική, την πιο τολμηρή συνεργασία. Ονειρευόταν μέσα στην μοναδική εμμονή της ζωής του, στο θέατρο.«Μου έρχονται κάποιες φορές καρέ – καρέ εικόνες από τη ζωή μου. Δεν ξέρω αν θάθελα να τα ξαναζήσω. Συνήθως δεν κοιτάζω φωτογραφίες, ίσως δεν θέλω να αντιμετωπίσω την πραγματικότητα. Περισσότερο θα’ θελα να είχα σαν φιλμ είναι το μέλλον. Να δω τι θα συμβεί παρακάτω. Το παρελθόν με θλίβει πολλές φορές. Σκέπτομαι τις αγωνίες να γίνουν κάποια πράγματα. Δεν είμαι από τους ανθρώπους που ανατρέχω πολύ στο παρελθόν», λέει σε μια συνέντευξη στον Γιάννη Αλεξίου.Αυτές τις αγωνίες τις έβγαζε στα γραπτά του. Στις τρεις συλλογές διηγημάτων στο «Σπέρμα», «Η Χαμένη», «Δύο Σταγόνες Βροχή»  που εξέδωσε με το ψευδώνυμο Πρόδρομος Σαββίδης.Ο Μηνάς σε αυτή τη δουλειά ήταν σαν πρίγκιπας. Ένας μεγάλο αγόρι γεμάτο ευγένεια. Ένα καζάνι που έβραζε από πάθος για την τέχνη του. Τα βράδια όταν γυρνούσα άκουγα τη φωνή του από τον φωταγωγό -έφτανε σαν κύμα χωρίς να ξεχωρίζω τις λέξεις και τα γέλια των φίλων του, το φιλόξενο σπίτι του, τον ήχο από τα πιάτα. Χθες το βράδυ γύρισα στο σπίτι και κοίταξα το μπαλκόνι του. Τα φωτάκια ήταν σβηστά και με ζώσαν τα φίδια. Καθόμουν και περίμενα να το δω γραμμένο και να το πιστέψω



.Ο Ολιβιέ Πι, διευθυντής του φεστιβάλ της Αβινιόν και σκηνοθέτης του στο Εθνικό Θέατρο, στο Βιτριόλι του Γιάννη Μαυριτσάκη έγραψε χθες τη νύχτα:

"Ο Μηνάς είναι νεκρός. Ήταν ένα ξεχωριστό πλάσμα, βγαλμένο από το όνειρο ενός σειληνού, μαγικός, αστείος, γενναιόδωρος, έξυπνος. Ήταν για μένα όλο το θέατρο, το θέατρο που αποκαλύπτεται αενάως. Ήταν ο πιο νέος απ' όλους μας. Η χαρά του για ζωή και η αγάπη του για την τέχνη ήταν ένα μάθημα. Οι σύντροφοι από το vitrioli κλαίμε. There will never be an other you."

Όποιος βρέθηκε δίπλα στον Μηνά αισθάνθηκε και έγινε πλουσιότερος. Και σε  αυτούς  τους ανθρώπους που θα λείψει πολύ, αφήστε την σκέψη σας σαν χάδι. Έφυγε πολύ νωρίς και τους αφήνει πολύ μόνους.


Αργυρώ Μποζώνη - thetoc.gr